κακαγγελία

κακαγγελία
κᾰκαγγελ-ία, ,
A evil tidings, Antig.Mir.12, prob. in Man.4.556, cf. Hp. ap. Gal.19.107.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακαγγελία — κακαγγελία, ἡ (Α) [κακάγγελος] δυσάρεστη αγγελία, κακό μαντάτο …   Dictionary of Greek

  • κακαγγελίαν — κακαγγελίᾱν , κακαγγελία evil tidings fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακαγγελίη — κακαγγελία evil tidings fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”